- επικαταρριπτώ
- ἐπικαταρριπτῶ, -έω (Α)ρίχνω κάτω κατόπιν, στη συνέχεια («αἱ γυναῑκες ῥίπτουσαι τὰ παιδία, εἶτα καὶ ἐαυτάς ἐπικατερρίπτουν», Ξεν.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καταρριπτώ (μτγν. τ. τού καταρρίπτω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.